- σήκωση
- η собрание (праздничное)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σήκωση — η / σήκωσις, ώσεως, ΝΜ [σηκώνω] νεοελλ. 1. εορταστική συγκέντρωση, συνάθροιση για γιορτή, πανηγύρι 2. (ιδίως στην Κύπρο) η τελευταία Κυριακή τής αποκριάς («τη νύχτα τής σήκωσης κι οι σκύλοι χορτασμένοι», παροιμ.) μσν. ανύψωση, σήκωμα ψηλά … Dictionary of Greek
σηκώσῃ — σηκάζω shut up in a pen fut part act fem dat sg (attic epic ionic) σηκόω weigh aor subj mid 2nd sg σηκόω weigh aor subj act 3rd sg σηκόω weigh fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)